-
1 ἐποπτεύω
A overlook, watch, of an overseer,ἔργα τ' ἐποπτεύεσκε Od.16.140
, cf. Hes.Op. 767 ;Ἑρμῆ..πατρῶ' ἐποπτεύων κράτη A.Ch.1
; ἐ. μάχην ib. 489 ; ὁ πάντ' ἐ. τάδε ἥλιος ib. 993(985); ;ἄλλοτε δ' ἄλλον ἐποπτεύει Χάρις φόρμιγγι Pi.O.7.11
;αἰῶνας -εύουσα χελιδών IGRom.4.235
(hex.).3 abs., keep watch, .II become an ἐπόπτης, be admitted to the highest gkade at the mysteries, Id.Ep. 333e, Plu.Demetr.26 : c. acc., view as an ἐπόπτης, Pl.Phdr. 250c : prov., of attaining to the highest earthly happiness,ἐποπτεύειν δοκῶ Ar. Ra. 745
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐποπτεύω
См. также в других словарях:
εποπτεύω — (AM ἐποπτεύω) [επόπτης] 1. επιβλέπω, επιτηρώ (α. «εποπτεύει τα λιμενικά έργα» β. «ἄλλοτε ἄλλον ἐποπτεύει χάρις... φόρμιγγι», Πίνδ.) 2. (για νόμους κ.λπ.) επαγρυπνώ για την τήρησή τους («τῶν περὶ νόμους ἐποπτευόντων», Πλάτ.) αρχ. 1. παίρνω την… … Dictionary of Greek